- οδοντόπαστα
- ηκρέμα, αλοιφή για το καθάρισμα των δοντιών, αλλ. οδοντόκρεμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οδοντόπαστα — η πολτώδες φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
οδοντοφύραμα — το η οδοντόπαστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς ὀδόντος + φύραμα «ένζυμο»] … Dictionary of Greek
οδοντόκρεμα — η η οδοντόπαστα … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek
οδοντόκρεμα — η η οδοντόπαστα, η κρέμα καθαρισμού των δοντιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)